- ῥυπόεις
- ῥῠπό-εις, εσσα, εν,A = ῥυπαρός, Nic.Al.470;
ὄλπη AP6.293
(Leon.); πίνος ib.11.158 (Antip.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄλπη AP6.293
(Leon.); πίνος ib.11.158 (Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥυπόεις — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυπόεις — εσσα, εν, Α 1. γεμάτος βρομιά, βρομερός, ακάθαρτος 2. (το ουδ.) τὸ ῥυπόεν (κατά τον Ησύχ.) «αἰσχρόν, αἰσχροκερδές». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + όεις*] … Dictionary of Greek
ῥυπόεν — ῥυπόεις masc voc sg ῥυπόεις neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπόεντα — ῥυπόεις neut nom/voc/acc pl ῥυπόεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπόεντι — ῥυπόεις masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπόεσσα — ῥυπόεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπόεσσαν — ῥυπόεις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)